- λυχνοποιία
- λυχνο-ποιία, ἡ, f. l. for -καΐαν, Them.Or.4.49a:
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυχνοποιία — η (Α λυχνοποιΐα) [λυχνοποιός] νεοελλ. η κατασκευή λύχνων αρχ. (εσφ. γρφ.) η λυχνοκαΐα.* … Dictionary of Greek